καλοεξετάζω

καλοεξετάζω
καλοεξετάζω και καλοξετάζω καλοεξέτασα και καλοξέτασα, καλοεξετάστηκα και καλοξετάστηκα, καλοεξετασμένος και καλοξετασμένος, εξετάζω καλά: Δεν καλοεξέτασα την υπόθεση αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλορωτώ — (Μ καλορωτώ) καλοεξετάζω, ρωτώ να μάθω κάτι με ακρίβεια …   Dictionary of Greek

  • καλοξετάζω — βλ. καλοεξετάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”